- αἰγομελής
- αἰγο-μελής, ές,A goat-limbed, Orph.H.11.5.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αιγομελής — αἰγομελής, ές (Α) αυτός που έχει μέλη τράγου. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἴξ γὸς + μελὴς < μέλος] … Dictionary of Greek
αἰγομελές — αἰγομελής goat limbed masc/fem voc sg αἰγομελής goat limbed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέλος — το (ΑM μέλος) 1. εξάρτημα τού κορμού ανθρώπου ή ζώου, που έχει διάταξη κατά ζεύγη και χρησιμεύει για τη μετακίνηση ή σύλληψη, αλλ. άκρο («κρεοκοποῡσι δυστήνων μέλη», Αισχύλ.) 2. καθένα από τα άτομα μιας ομάδας ή ενός συνόλου («τα μέλη τού… … Dictionary of Greek